- σώματ'
- σώ̱ματα , σῶμαbodyneut nom/voc/acc plσώ̱ματι , σῶμαbodyneut dat sgσώ̱ματε , σῶμαbodyneut nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφωνόληκτα — Στην καθαρεύουσα, τα ουσιαστικά που έχουν χαρακτήρα (το τελευταίο γράμμα του θέματος) άφωνο γράμμα, δηλαδή χειλικό (π, β, φ), οδοντικό (τ, δ, θ) ή ουρανικό (κ, γ, χ). Τα ουσιαστικά αυτά σχηματίζουν την ονομαστική παίρνοντας ένα ς στο θέμα και… … Dictionary of Greek
εξεργάζομαι — (AM ἐξεργάζομαι) [εργάζομαι] κατεργάζομαι, δουλεύω καλά αρχ. 1. φέρω σε πέρας, ολοκληρώνω («καὶ τὶς βλέποντα σώματ ἐξεργάζεται;», Ευρ.) 2. (για αγρό) καλλιεργώ 3. (για φυτά) περιποιούμαι 4. (για συγγραφέα) επεξεργάζομαι 5. απόλ. πραγματεύομαι… … Dictionary of Greek
ευσωματώδης — εὐσωματώδης, ες (Α) εύσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σωματ ώδης (< σώμα)] … Dictionary of Greek
θινίον — θινίον, τὸ (Α) 1. (υποκορ. τού θις) βλ. θίνα 2. σχηματισμένο ως ετυμολογία τού ακροθίνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θις, θιν ός + υποκορ. καταλ. ίον, πρβλ. βιβλ ίον, σωμάτ ιον] … Dictionary of Greek
κασσίδι — και κασ(σ)ίδι(ο)ν και κασίδι τὸ (Μ) περικεφαλαία, κράνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίς + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. γλωσσ ίδιον, σωματ ίδιον)] … Dictionary of Greek
καταπλασμάτιον — καταπλασμάτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού κατάπλασμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάπλασμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. δωμάτ ιον, σωμάτ ιον)] … Dictionary of Greek
κλυσμάτιον — κλυσμάτιον, τὸ (Α) μικρό κλύσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλύσμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. δεμάτ ιον, σωμάτ ιον)] … Dictionary of Greek
κοιλιώδης — κοιλιώδης, ῶδες (AM) αυτός που μοιάζει με κοιλιά, αυτός που έχει σχήμα κοιλιάς («ὑποδοχαὶ κοιλιώδεις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + κατάλ. ώδης (πρβλ. πνευματ ώδης, σωματ ώδης)] … Dictionary of Greek
μελίτειον — και μελίτιον και μελίτιν, τὸ (Α) είδος ποτού που παρασκευαζόταν από νερό και μέλι, υδρόμελι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + κατάλ. ειον (πρβλ. σωμάτ ειον)] … Dictionary of Greek
ναματιαίος — ναματιαίος, α, ον (Α) (για νερό) αυτός που τρέχει, ιδίως από πηγή, ο τρεχούμενος («ὑδάτων ναματιαίων», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶμα, ατος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. λειμματ ιαίος, σωματ ιαίος)] … Dictionary of Greek